ἀρωγή

ἀρωγή
ἀρωγή [ᾰ], , ([etym.] ἀρήγω)
A aid, succour,

Ζηνὸς ἀρωγῇ Il.4.408

; ἐς μέσον . . δικάσσατε μηδ' ἐπ' ἀρωγῇ judge impartially and not in any one's favour, ib.23.574;

πέμπειν ἀ. A.Ch.477

(lyr.);

οὐδ' ἔχων ἀ. S.Ph.856

(lyr.); in parody of A., Ar.Ra.1267 sq.; ἀ.νόσου, πόνων, help against . . , Pl. Lg.919c, Mx.238a.
II of persons, an aid, succour, διπλᾶς ἀρωγὰς μολεῖν, of Apollo and Artemis, S.OC1094 (lyr.); στρατιῶτιν ἀ., of the Greek host, A.Ag.47, cf. 73 (lyr.).—Poet. word, rare in Prose.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρωγῇ — ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγή — aid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα …   Dictionary of Greek

  • αρωγή — η βοήθεια, συνδρομή, προστασία: Η αρωγή των αδελφών του στην ανάδειξή του ήταν πολύ σημαντική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρωγῆι — ἀρωγῇ , ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγαῖς — ἀρωγή aid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγαί — ἀρωγή aid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῆς — ἀρωγή aid fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγήν — ἀρωγή aid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῶν — ἀρωγή aid fem gen pl ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”